- κομψοτης
- κομψότης-ητος ἥ остроумие, тонкость, изящество Plat., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομψότης — elegance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητα — κομψότης elegance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητας — κομψότης elegance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητες — κομψότης elegance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητι — κομψότης elegance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητος — κομψότης elegance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητ' — κομψότητα , κομψότης elegance fem acc sg κομψότητι , κομψότης elegance fem dat sg κομψότητε , κομψότης elegance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψότητα — η (Α κομψότης, ητος) [κομψός] η ιδιότητα τού κομψού, λεπτότητα, χάρη αρχ. (για τη γλώσσα) γλαφυρότητα … Dictionary of Greek